ὑλωρός

ὑλωρός
ὑλωρός
forester
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υλωρός — ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α (παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας τού δάσους, δασοφύλακας αρχ. άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῡσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑλωρούς — ὑλωρός forester masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υληρεύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὑλωρός σχηματισμένος < ὕλη + κατάλ. εύς, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. *ὑλήρης ή *ὑληρός] …   Dictionary of Greek

  • υληωρός — όν, Α βλ. υλωρός …   Dictionary of Greek

  • υληώρης — ὁ, Α βλ. υλωρός …   Dictionary of Greek

  • υλωρική — η, Ν (παλ. όρος) κλάδος τής δασολογίας που ασχολείται με την προστασία τού δάσους από τους κάθε είδους εχθρούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλωρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • υλωρώ — έω, Α [ὑλωρός] κατέχω το αξίωμα τού υλωρού …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”